Ανεύρυσμα ονομάζεται μια μόνιμη διαστολή, με διαπλάτυνση και φούσκωμα που μπορεί να πάρει διαφορετικές διαστάσεις, ενός μέρους κάποιου αγγείου, αρτηρίας, που προκαλείται λόγω βλάβης ή αδυναμίας στο τοίχωμα του.
Θεωρητικά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε αγγείο του κυκλοφορικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα σχεδόν πάντοτε, τα ανευρύσματα εμφανίζονται σε μια αρτηρία.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η συχνότητα των ανευρυσμάτων είναι μεγαλύτερη από ότι γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Περίπου 5% του πληθυσμού έχουν αναπτύξει ένα ανεύρυσμα. Από αυτούς ένα σημαντικό ποσοστό έχει ανεύρυσμα που κινδυνεύει να πάθει ρήξη βάζοντας έτσι τη ζωή τους σε κίνδυνο.
Τα ανευρύσματα μπορούν να εντοπιστούν στην κοιλιακή αορτή και θωρακική αορτή, στις εγκεφαλικές αρτηρίες και στις περιφερικές μεγάλες αρτηρίες που βρίσκονται στα πόδια και πίσω από τα γόνατα.
Οι συχνότεροι εντοπισμοί των ανευρυσμάτων είναι η κοιλιακή αορτή και οι αρτηρίες του εγκεφάλου.
Η κοιλιακή αορτή είναι το κυριότερο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από από την καρδία στο υπόλοιπο σώμα. Η αορτή μετά από την έξοδό της από την καρδία, σχηματίζει τη θωρακική αορτή και ακολούθως στην κοιλιά σχηματίζει την κοιλιακή αορτή που επεκτείνεται κατά μήκος και προς τα κάτω της κοιλίας.
Οι αιτίες που προκαλούν το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής είναι η αρτηριοσκλήρυνση (αδυνατίζει το τοίχωμα της αορτής), η ψηλή πίεση (προκαλεί βλάβες στα τοιχώματα της αορτής), ο διαβήτης, η σύφιλης και η νόσος Marfan. Επίσης τα ατυχήματα μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στην αορτή.
Η κληρονομικότητα παίζει ρόλο στη γένεση του ανευρύσματος. Υπάρχουν συγγενείς ανωμαλίες με κληρονομικές καταστάσεις αδυναμίας των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων.
Στις πλείστες περιπτώσεις οι ασθενείς δεν αντιλαμβάνονται ότι πάσχουν από ανεύρυσμα διότι δεν υπάρχουν συμπτώματα. Κάποτε στην κλινική εξέταση ο γιατρός μπορεί να διαπιστώσει ότι υπάρχει μια μάζα στην κοιλιά που πάλλεται ή που προκαλεί πόνο.
Επίσης είναι δυνατόν να υπάρχει πόνος στην πλάτη, στην κοιλία ή στη βουβωνική χώρα. Οι πόνοι αυτοί μπορούν λανθασμένα να εκληφθεί ότι οφείλονται σε δισκοπάθεια ή σε πέτρες στους νεφρούς.
Η διάγνωση γίνεται συνήθως όταν ο ασθενής διερευνάται για άλλους λόγους κατά την κλινική εξέταση ή με υπερηχογράφημα.
Η θεραπεία των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν κατά τη διάγνωση και από τη δυναμική της εξέλιξης τους.
Τα ανευρύσματα που είναι μικρά, μπορούν αρχικά να αντιμετωπισθούν με φάρμακα που μειώνουν την πίεση. Επιβάλλεται επίσης η στενή παρακολούθησή τους για να φανεί πως εξελίσσονται και εάν επιδεινώνονται.
Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής που είναι μεγάλα, αφαιρούνται χειρουργικά και το μέρος της αορτής που αφαιρείται αντικαθίσταται με τεχνητό μόσχευμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί η τεχνική της ενδοαγγειακής διόρθωσης της αρτηρίας.
Τα ανευρύσματα των εγκεφαλικών αρτηριών, οφείλονται συνήθως σε μια εκ γενετής ανωμαλία του μυϊκού μέρους του τοιχώματος μιας αρτηρίας του εγκεφάλου.
Μπορούν επίσης να προκληθούν από μια μόλυνση ή ένα τραυματισμό.
Τα εγκεφαλικά ανευρύσματα μπορούν να προκαλέσουν πονοκέφαλους, ζαλάδες, δυσκαμψία του αυχένα, ναυτία και εμετό. Επίσης είναι δυνατόν να προκαλέσουν σύγχυση, ίλιγγο και απώλεια συνείδησης.
Σε περίπτωση ρήξης ανευρύσματος εγκεφαλικής αρτηρίας, προκαλείται έντονος πονοκέφαλος και εγκεφαλική αιμορραγία.
Σε πολλές περιπτώσεις η αιμορραγία σταματά και ο ασθενής επιβιώνει. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, η εγκεφαλική αιμορραγία, προκαλεί σοβαρές βλάβες στον εγκέφαλο, παράλυση και κώμα. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις οδηγεί στο θάνατο.
Η ανίχνευση των ανευρυσμάτων του εγκεφάλου μπορεί να γίνει με εξετάσεις όπως η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία, το υπερηχογράφημα, η αγγειογραφία. Επίσης η λήψη και ανάλυση εγκεφαλονωτιαίου υγρού κατά την οσφυονωτιαία παρακέντηση μπορεί να δείξει την ύπαρξη ή όχι αίματος.
Η θεραπεία των εγκεφαλικών ανευρυσμάτων, μπορεί να γίνει ανάλογα με την περίπτωση με μικροχειρουργική επέμβαση.
Σε οικογένειες, που ένα μέλος της παρουσίασε ανεύρυσμα, είναι σημαντικό να ελέγχονται και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για την πάθηση αυτή.
Οι περισσότερες περιπτώσεις ανευρυσμάτων δεν είναι κληρονομικές. Υπάρχουν όμως καταστάσεις όπου περισσότερα από ένα μέλη της οικογένειας, προσβάλλονται από τη νόσο.
Η πρόληψη των ανευρυσμάτων μπορεί να γίνει με βελτίωση στον τρόπο ζωής.
Η αποφυγή του καπνίσματος, η τακτική σωματική άσκηση και η υγιεινή διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπη, μπορούν να βοηθήσουν στην καλή κατάσταση του αρτηριακού συστήματος.